«Πηγαίναμε στη μάχη με μαναράκια, χαχαλόβεργες…»
Η μαρτυρία της πρώτης μέρας της εισβολής των Γερμανών στο Ρέθυμνο
Η εισβολή των Γερμανών στο Ρέθυμνο με τους «ουρανίτες», όπως τους έλεγαν τότε οι Κρητικοί που τους έβλεπαν να πέφτουν στο Σταυρωμένο ανατολικά της πόλης, βρήκε τον Στέλιο Κραουνάκη από το χωριό Λαμπινή Αγίου Βασιλείου «ψευτομαραγκό στο Ρέθεμνος» να μαθαίνει την τέχνη. Η σύζυγός του Καλλιόπη Απανωμεριτάκη, έχοντας άγνοια των πολεμικών επεισοδίων, παρέμενε στο χωριό και μεγάλωνε τα τέσσερα παιδιά της στο σπίτι…
Μέρες «μαύρες που μας ηύραν στο ξαφνικό», θυμάται ο Κραουνάκης, τότε στα 35 του χρόνια. Οι εικόνες που έβλεπε πρωτόγνωρες και το πρώτο θέμα, υπόθεση ζωής και θανάτου, που του έρχονταν στη σκέψη ήταν «πώς θα μεγαλώσω τα κοπέλια». Η αφήγησή του λήφθηκε ίσως και κοντά στα 25 χρόνια πριν και είναι εντυπωσιακή και παραστατική. Περιγράφει τα γεγονότα που τους αιφνιδίασαν την πρώτη μέρα(Μανόλης Παντινάκης: «Η Κατοχή δεν μας λύγισε», σελ. 313,314, Ρέθυμνο 2018 3η έκδοση): «Εγώ ΄μουνε στο λιμάνι όντε-ν-αρχίξανε και πέφτανε οι αλεξιπτωτιστές και στα «Μπιτσαξίδικα» ήτανε όλο υπόγεια! Παντού γερμανικά αεροπλάνα κι ο ουρανός σκεπασμένος ίσαμε τα Χανιά…»
Κόλαση αυτές τις ώρες, περιγράφει σαν να τις ξαναζούσε εξήντα χρόνια μετά: «Άκουες τσι σειρήνες και τσι κόρνες απ΄τ΄αεροπλάνα κι είχαμε πάθει ούλοι ζημιά στ΄αυχιά. Εθώριες το-γ-κόσμο και δεν είχες πώς να περάσεις απού τα γυναικόπαιδα που τραβούσανε προς το-γ-Κάστελο, τ΄Αρμένους και τα πλησιέστερα χωριά. Φεύγοντας για τη Λαμπινή συναντάται στη θέση «Τρία Μοναστήρια» με το γιατρό Αλέξανδρο Γενεράλη που και εκείνος κατευθύνονταν προς τα Αμαριώτικα για να βρει την οικογένειά του.
ΗΤΑΝ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Συγγενείς με τον γιατρό τον κάλεσε φτάνοντας κοντά στη Λαμπινή: «Με τον Γενεράλη ήμαστονε δεύτερα ξαδέρφια, και ενώ σαλεύαμε το δρόμο για τα χωριά μας του ΄δινα κουράγιο και μου ΄δινε κουράγιο. Στο Χάνι του λέω: «Γιατρέ έλα να βγούμε στη Λαμπινή να πάμε στο σπίτι…» Μου λέει, «πού, θα τρελαθώ άμα δε-μ-πάω στα παιδιά μου στο Νευς Αμάρι». Κατάλαβα το ζόρε του και του λέω: «Ε, άμε στο καλό». Δεν τον -ε-ξανάδα το γιατρό, τον σκοτώσανε στη μάχη τω-μ-Ποταμώ’…»
Φτάνοντας στη Λαμπινή βρήκε το χωριό άδειο και το σπίτι του λεηλατημένο. Η γυναίκα του με τα παιδιά τους βρήκαν καταφύγιο βόρεια προς τα αμπέλια. Εκεί είχαν βρει κρύπτες και οι άλλοι χωριανοί. Μπροστά σε όσα θα ακολουθούσαν έσμιξε με συγχωριανούς του από τις οικογένειες Κραουνάκη, Ρουκουνάκη, Περδικάκη, Τσαγκαράκη και άλλους. Λένε, «μαχιάσανε τσι Γερμανούς στο-ν-Άη Γιώργη στα Περιβόλια. Εμείς ίντα κάνομε επαέ; ρωτούνε…
»Παίρνομε πέρα και πάμενε στ΄ Αρμένους αλλά δεν ήβραμε όπλα και πολεμοφόδια. Αναγκαστικά πηγαίναμε στη μάχη με μαναράκια, χαχαλόβεργες, πέτρες κι ότι βάλει ο νους σου! Ούλοι μας πηγαίναμε με αγάπη για να εξοντώσομε το Γερμανό και να ελευθερώσομε τη-ν-Ελλάδα μας…»
ΦΩΤΙΑ ΚΑΙ ΤΡΟΜΟΣ
Έφυγαν κάμποσοι από τη Λαμπινή για να αντισταθούν με κάθε τρόπο στην κατάληψη της γης τους. Συνεχίζει ο Κραουνάκης την αφήγηση: «Φτάνομε στο Ρέθεμνος και στα «Κασαπιά» και μας –ε-λένε αξιωματικοί: «Μπροστά παιδιά και μη φοβάστε…» Μπαίνομε τετράδες, τραβούμε και πάμε προς τα Περβόλια. Θα ‘μαστονε καμιά τρακοσαρέ και μέχρι να πάμε στο παλιό νοσοκομείο κοιτάζομε και δε θωρούμε παρά λίγους. Οι άλλοι, οι πιο πολλοί, είχανε φύγει. Λέω, «τι θα κάνω ΄δα; Πουτάνα Κραουνοστελή έμπα ‘δα στη μάχη!!!» Να γροικάς τα γερμανικά ταχυβόλα και πολυβόλα και εγώ να πολεμώ μ’ ένα-γ-ξύλο! Είχα τη-ν-όρεξη και τη μπόρεση και μπήκα στη μάχη γιατί εγώ επήγα για να σκοτωθώ. Ο εχθρός ήτονε διακόσα-τρακόσα μέτρα κι έχεις αν κάμεις με γερμανικά ταχυβόλα. Δε γατέχω α’ μπορείς να καταλάβεις τη φωτιά και το-ν-τρόμο που ΄χανε οι μέρες τση μάχης!»