« Αν μας βοηθούσε και λίγο το Κράτος…»
Νέοι κτηνοτρόφοι με φιλοδοξίες, πάθος και αναζητήσεις στις Καρίνες
Και οι έξι νέοι κτηνοτρόφοι μαζί στο καφενείο του Παρασκευά στις Καρίνες
Από τους 120 ανθρώπους των Καρινών Ρεθύμνου κάθε ηλικίας, η πλειοψηφία είναι απόμαχοι, οι 45 ίσως και παραπάνω από γεννησιμιού τους μπήκαν στα κοπάδια και από αυτούς, οι 25 ηλικίας 20-40 χρόνων, περπατούν στα αποτυπώματα που άφησαν στα βοσκοτόπια οι προηγούμενοί τους, που έβαλαν το σπόρο!
Και δεν είναι μόνο, που το σύνολο σχεδόν αυτών των 25 βρήκαν εύφορο χώμα και καλλιεργούν από τους προκατόχους τους εφαρμόζοντας, μέσα στη λαίλαπα των καιρών, σύγχρονες μεθόδους στις κτηνοτροφικές επενδύσεις που τόλμησαν, αλλά μπαίνουν και μπροστάρηδες και σε δρώμενα που επιδιώκουν μέσα από τον πολιτισμό να αναβαθμίσουν την ποιότητα ζωής στην κοινωνία και να βγάλουν από την απομόνωση τον τόπο τους που σκοπίμως τον είχαν θέσει ανέκαθεν οι καρεκλοκένταυροι της εκάστοτε εξουσίας… Έκαναν το καλοκαίρι σε χρόνο ρεκόρ τη «Βραδιά του βραστού» και το 2013 πιθανόν να εμφανιστούν και με άλλες γιορτές!
Κάποιοι από αυτή την αισιόδοξη νέα γενιά του περήφανου κτηνοτροφικού χωριού των Καρινών, με το που είδαν το φως του κόσμου, σαν να μπολιάστηκαν με τα… βελάσματα των ζώων, τις διαπεραστικές λαλιές από τα λέρια και τις νοοτροπίες μιας άλλης ράτσας, και να μεγάλωναν με τη μοναδική κουλτούρα των ορεσίβιων, που οι κανόνες συνύπαρξης και συμπεριφοράς είναι μοναδικοί και στηρίζονται στο «λόγο τιμής» και όχι σε πράξεις στα συμβολαιογραφεία! Αυτό είναι και το μεγαλείο ψυχής τούτων των νέων…
Η ζωή τους είναι σε ένα διαρκή ανήφορο, πολλές φορές μαρτυρική. Όλες τις μέρες του χρόνου θα πρέπει να βρίσκονται στα κοπάδια τους γιατί «τα πρόβατα δεν έχουν γιορτές και αργίες!» Και γίνεται περισσότερο βασανιστική όταν καλούνται στα ανισόπεδα εδάφη «να κρέμονται από δέτες για να σπείρουν» και να τα θρέψουν τα ζωντανά τους.
ΑΜΙΓΩΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΟ ΧΩΡΙΟ
Η επιβίωση του πληθυσμού του αμιγούς κτηνοτροφικού οικισμού, ανέκαθεν, ίσως από την ύπαρξή του, στηρίζονταν στην αιγοπροβατοτροφία και στα βοσκοτόπια και το ζωικό κεφάλαιο ανέρχεται σήμερα στα 20.000, κυρίως, πρόβατα που παράγουν ημερησίως, ανάλογα με την εποχή, από εφτά έως δέκα τόνους γάλα.
Ο Σπύρος Β. Λαγουδάκης προσπάθησε να «επιβιώσει με το μεροκάματο στο Ρέθυμνο», είτε ως οδηγός είτε ως εργαζόμενος στα σφαγεία. Όταν ταξίδευε με το φορτηγό, το μυαλό του… ταξίδευε στις Καρίνες και στα πρόβατα που ήταν η εναλλακτική , όμως, ασφαλής λύση στο θέμα βιοπορισμού του ίδιου και της οικογένειας που δημιούργησε.
Στην οργανωμένη μονάδα που επένδυσε και έκλεισε τα όνειρά του, βλέπει προοπτικές και σε χώρο της η οικογένειά του αναγείρει την εκκλησία του Αγίου Μόδεστου, προστάτη των ζώων που θα γιορτάζει το χωριό κάθε χρόνο με την πρέπουσα τιμή.
«Τι άλλο να έκανα στην πόλη;» διερωτάται. «Εμείς γαλουχηθήκαμε από τότε που είδαμε τον κόσμο με τη κτηνοτροφία. Στο Ρέθυμνο προσπάθησα να ζήσω με το μεροκάματο ως οδηγός στα φορτηγά και στα σφαγεία αλλά το έβλεπα ότι δεν είχε προοπτική και ο μισθός ήταν ψίχουλα! Ήλθα στο χωριό μου, βρήκα αυτή την υποδομή που βρήκα από τον πατέρα μου και έκανα το άλμα…»
Και μπορεί μέσα στη φύση και στο οξυγόνο να βρήκε τη γαλήνη, όμως, ο αγώνας που μπήκε είναι συνεχής και επίπονος και οι ζωντανοί θα αντέξουν. Είναι το στοίχημα της νέας γενιάς! «Βλέπετε», συνεχίζει, «τα πάντα στον κλάδο μας ανεβαίνουν ιλιγγιωδώς και μόνο τα παραγόμενα από την αιγοπροβατοτροφία προϊόντα μένουν στάσιμα από το 1996, το γάλα, το κρέας, τα γαλακτοκομικά. Αυτό λέει πολλά και γι αυτό η κυβέρνηση και το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, χρειάζεται να μας δουν κάτω από άλλο πρίσμα και να σκύψουν πάνω στα προβλήματά μας…»
ΑΠΟ ΥΔΡΑΥΛΙΚΟΣ ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ
Και δεν είναι μόνο ο οδηγός που από τα φορτηγά πήγε στις στάνες. Και ο Μάρκος Φραγκιουδάκης άφησε τις υδραυλικές εγκαταστάσεις και τα… σιφόνια στις οικοδομές του Ρεθύμνου που μια δεκαετία «πάλευε» και γύρισε στις Καρίνες και στο κοπάδι του.
Γιατί, όπως εξιστορεί ο ίδιος, «η δουλειά είχε αρχίσει να μειώνεται αισθητά από το 2010 και το 2011 έβρισκα ένα μεροκάματο τη βδομάδα ή και κανένα». Η ανάγκη της επιβίωσης, λοιπόν, τον γύρισε μόνιμο κάτοικο στις Καρίνες όπου «υπάρχει το σίγουρο μεροκάματο, έστω κι αν είναι μικρό».
Και βέβαια, ο κ. Φραγκιουδάκης δεν βρέθηκε σε ένα άγνωστο χώρο και τόπο και το τωρινό του επάγγελμα τον «καλύπτει απόλυτα, όπως και πριν». Στους νέους συστήνει ανεπιφύλακτα την επιστροφή, αρκεί «να έχουν προετοιμάσει τις συνθήκες υποδομής» και για να μη βρεθούν μπροστά στον κίνδυνο επιβίωσης, να απασχολούνται και σε άλλη εργασία την οποία «θα έχουν καβάντζα».
Ωστόσο, θεωρεί ότι «η κτηνοτροφία έχει μέλλον, αρκεί η Πολιτεία να δώσει τις προϋποθέσεις και τα κίνητρα» και εκτιμά ότι «εφόσον η σημερινή κατάσταση θα έχει συνέχεια, το «αύριο» είναι και για μας αβέβαιο….»
Ο Γιάννης Φραγκιουδάκης, αδελφός του πρώτου, κρατήθηκε στο χωριό θέλοντας να αξιοποιήσει την επένδυση του και από την αγάπη που έχει «στον τόπο και στη κτηνοτροφία», ως παραδοσιακή ασχολία, τονίζοντας παράλληλα «το εξαιρετικό κλίμα που έχει επικρατήσει ανάμεσα στους νέους». Αυτό το περιβάλλον, δε επιτρέπει στους επίδοξους ζωοκλέφτες να πλησιάσουν τώρα και «είκοσι χρόνια» στα κοπάδια των κτηνοτρόφων του χωριού, καθώς «η ρουφανιά είναι πλέον μια νοσηρή συνήθεια, άγνωστη στις Καρίνες».
«ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ;»
Η ενασχόληση του Κωστή Παρ. Σχοινάκη με την κτηνοτροφία, άρχισε από τα 7 του χρόνια, όμως σε επαγγελματική βάση από τα 15 του, που ανάλωνε το χρόνο της μέρας κοντά στη βοσκή των ζώων. Επέλεξε ως κύριο επάγγελμα αυτό του κτηνοτρόφου, γιατί οι ευκαιρίες στην πόλη ήταν λιγοστές και έξω από τη φιλοσοφία του. « Τι να κάνω στην πόλη;» διερωτάται. «Τα άλλα μου αδέλφια προτίμησαν να σταδιοδρομήσουν σε άλλα επαγγέλματα και εγώ έβαλα τη ζωή μου σε διαφορετικά καλούπια και προτίμησα το χωριό. Εδώ γεννήθηκα, εδώ μεγάλωσα και μέσα στα ζώα ήμουν σε όλη μου τη ζωή. Δεν αλλάζω αυτό που άρχισα…»
Ένας άλλος νεαρός κτηνοτρόφος, ο Γιάννης Β. Λαγουδάκης, που και αυτός ασχολείται με πάθος με το κτηνοτροφικό επάγγελμα, είναι κάθετος στην άποψή του για το μέλλον της ενασχόλησής του: «Ή που θα πάμε καλύτερα, ή που θα βουλιάξουμε», λέει και ελπίζει.
Όλοι, πάντως, οι νέοι στις Καρίνες που από τα μικρά τους χρόνια ταύτισαν με τα ζωντανά τον τρόπο ζωής τους, γνωρίζουν τους κανόνες και τις συμπεριφορές που πρέπει να εκδηλώνουν απέναντί τους.
Θεωρούν τα ζώα που εκτρέφουν από τη γέννησή τους «δικά τους παιδιά» και παρατηρούν τους τρόπους που εκδηλώνονται, όπως «τη νευρικότητα του βοσκού που διοχετεύεται και στα ίδια» και την άρνησή τους να τον πλησιάσουν «όταν είναι μεθυσμένος». Αυτό το «δέσιμο» που επιτυγχάνεται, είναι ο αρνητικός παράγοντας για τους βοσκούς, όταν φτάσει η ώρα για να πάνε για σφαγή. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Γ. Φραγκιουδάκης ενώ έστειλε για τα σφαγεία όλα τα ζωντανά κράτησε ένα «που ήταν για σφάξιμο», επειδή δεν μπορούσε να αντέξει την απώλειά του. «Το ήθελα και το κράτησα μέχρι να γεράσει και ας πεθάνει από γηρατειά», είπε.
Αυτή η γενιά σε μια παραδοσιακή περιοχή βοσκών, άφησε τις μεμψιμοιρίες στη μπάντα και μπήκε μπροστά. Πιστεύει στις δυνάμεις της και στις αρχές που κληροδότησε, σήκωσε τα μανίκια και πήρε τη μοίρα στα χέρια της, έτοιμη να συγκρουστεί με λογικές και νοοτροπίες που «δηλητηριάζουν» το μέλλον της. Με επιμονή και σκληρή δουλειά ελπίζει και πιστεύει στα χέρια της…