Ήλθε και «χτίζει» ένα μουσείο
Άκουγε, μικρός, ιστορίες στην Αθήνα για την Κρήτη και κινητοποιούνταν
Τι κι αν γεννήθηκε και μεγάλωσε στην υδροκέφαλη πρωτεύουσα! Ο μικροαστισμός και όλα τα δεινά, δεν πέρασαν στο υποσυνείδητο του Σταύρου Βολιτάκη και από τα μικρά του χρόνια είχε στόχο να φύγει στη γη των γεννητόρων του. Και ήλθε, κυνηγώντας το μεγάλο του όνειρο να βρει στα χρόνια της ζωής του δίπλα στους απλούς και αφανείς, την ιστορία, και τα πολιτισμικά αγαθά του τόπου του, που δεν μπορούσε να τα δει από μακριά, μόνο που τα άκουγε…
Το ευτύχημα ήταν, «ευλογία θεού», ότι ο Σταύρος από το νηπιακό του στάδιο πλάστηκε με την Κρήτη, τους αγώνες και την κουλτούρα της. Και τραβούσε σαν βεντούζα τις ιστορίες των γονιών του, του Αστρινού από τον Πανασό Ηρακλείου και της Ειρήνης από το χωριό Πατσός του Ρεθύμνου και κινητοποιούνταν. Άκουγε για τα επώδυνα χρόνια της ανατροφής τους στους δυο χωριά « της δούλεψης και της παραγωγής» και για τα βάσανα τους «τα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής». Όλα τούτα κατακάθονταν στον ψυχισμό του στις διακοπές του καλοκαιριού και κάθε φορά που του δίδονταν η ευκαιρία!
Αδιάκοπα στην Αθήνα έβλεπε Κρήτη και ανέμενε χρόνια, τη μεγάλη ώρα να βρεθεί στο νησί του για μόνιμη εγκατάσταση πλέον...
Και ήλθε το 1998 και «ρίζωσε» στον «Χαλκιά» του Ατσιπόπουλου Ρεθύμνου, στο δάσος με τις βελανιδιές. Εκεί, αθεράπευτα ρομαντικός, έδωσε ζωή «στην τρέλα του» και στον ισόγειο χώρο του σπιτιού του που διαμόρφωσε κατάλληλα, έθεσε στην κοινή θέα ένα μεγάλο αριθμό αντικειμένων της παραδοσιακής ζωής των Κρητικών και της νεότερης ιστορίας τους. Και όλα τα εκθέματα συγκεντρώθηκαν από τον ίδιο, ξεκινώντας τη μεγάλη προσπάθεια πριν 12 χρόνια, χτίζοντας πέτρα-πέτρα το όνειρο της ζωής του…
«ΑΡΧΙΣΑ ΚΑΙ ΜΑΘΑΙΝΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΠΑΠΠΟΥ ΜΟΥ…»
Οι ιστορίες ξεσήκωναν από μαθητούδι τον συλλέκτη. Καθοριστικές για τον εμπλουτισμό των γνώσεών του ήταν οι μαρτυρίες του παππού του, της μητέρας του και του θείου του Μάρκου Σαββάκη που του έδιναν κάθε φορά και άλλα μαρτυρικά γεγονότα και απαντούσαν και σε πολλές απορίες του.
Λέει: «Έχω γεννηθεί και μεγαλώσει στην Αθήνα από κρητικούς γονείς και από τα μικρά μου χρόνια μεγάλωνα με αυτές τις ιστορίες. Ήταν περιστατικά που με είχαν συνεπάρει! Ο μακαρίτης ο παππούς μου ο Σταύρος ο Σαββάκης στην Πατσό, μου έλεγε για τον πόλεμο και την καταστροφή της Μικράς Ασίας, που είχε πολεμήσει, και για την εισβολή και κατοχή των Γερμανών στην Κρήτη, η μάνα μου, μου μιλούσε για τη βαρβαρότητα των στρατιωτών του Χίτλερ και ο μπάρμπας μου ο Μάρκος μου αφηγούνταν πολλά περιστατικά με τους Γερμανούς. Αυτοί οι άνθρωποι με τις αφηγήσεις του, ήταν η αφορμή να ευαισθητοποιηθώ με την ιστορία του τόπου μου…»
Θέλοντας να ζυμώσει περισσότερο αυτές τις εξιστορήσεις, κατεβαίνοντας στην Κρήτη, αναζήτησε ιδιώτες και μουσεία με πολεμικό υλικό αυτής της περιόδου, επιδιώκοντας έτσι να δει τον εξοπλισμό και τα φονικά μέσα που χρησιμοποιούσαν οι… κυρίαρχοι. Βρήκε μουσειακό υλικό στο Πολεμικό Μουσείο στο Χρωμοναστήρι και στις συλλογές «του Χατζηδάκη στο Ασκύφου Σφακίων και του Χατζησπύρου στον Σωματά».
Με την πάροδο των χρόνων, ο Βολιτάκης άρχισε να «δένεται» πέρα από τα ιστορικά και με τα εργαλεία της παραδοσιακής ζωής της Κρήτης, της αγροτικής και κτηνοτροφικής απασχόλησης και του νοικοκυριού. Τα εκθέματα που έχουν συγκεντρωθεί σε αυτά τα δώδεκα χρόνια αναζήτησης, ανέρχονται σε εκατοντάδες και η προσπάθεια συνεχίζεται με θέληση και επιμονή…
ΑΠΟ ΓΚΡΕΜΙΣΜΕΝΑ ΣΠΙΤΙΑ
Σε συνοικία του Ρεθύμνου, πριν κάμποσα χρόνια, μια νοικοκυρά χρησιμοποιούσε σε κοτέτσι ως … ποτίστρα κράνος, μέρος του εξοπλισμού Γερμανού αλεξιπτωτιστή κατά την πτώση του στο Ρέθυμνο. Όταν το ζήτησε συλλέκτης αντικαθιστώντας το με άλλο χρήσιμο μέσο για τις κότες, εκείνη αρνήθηκε λέγοντας: «Εγώ θέλω να πίνουν από εκεί οι κότες». Είχαν μπει… ψύλλοι στα αυτιά της, όμως το κράνος εκλάπη το ίδιο βράδυ…
«Με ενδιαφέρει κι αυτός είναι στόχος ζωής», τονίζει ο συλλέκτης, «να δημιουργήσω ένα χώρο που θα μπορούν να βλέπουν τα εκθέματα οι νέοι για να μαθαίνουν την ιστορία μας, αφού το Κράτος κι όταν δεν υπήρχε κρίση, ελάχιστα ή καθόλου ενδιαφέρονταν γιατί υπάρχουν σκοπιμότητες. Δέστε τώρα: οι Γερμανοί αγοράζουν τη γη μας και εμείς …καμαρώνουμε ότι τους ξεγελάσαμε. Συμβαίνει, όμως, τη γη που δεν μπόρεσαν να μας πάρουν με τα όπλα, τώρα την παίρνουν με ευρώ! Φυσικά, απουσιάζουν πολλά πράγματα από την συλλογή μου κι όσο ζω θα μαζεύω ή θα αγοράζω εφόσον μου το επιτρέπουν τα οικονομικά μου…
»Συλλέγω από το 2000 κι όσα δεν βρήκα από τα πατρογονικά μου τα βρήκα σε σπίτια γκρεμισμένα ή από συγγενείς και γνωστούς που τους ήταν άχρηστα. Κάποια τα αγόρασα από ιδιώτες. Είναι μια τρέλα! Μου αρέσει και αγαπώ αυτόν τον ευλογημένο τόπο, την Κρήτη γι αυτό είναι και το φιλέτο των ξένων…»
Όταν, λοιπόν, η πλειοψηφία επικεντρώνει το ενδιαφέρον και την προσοχή της στον εύπλαστο νεοπλουτισμό και στην αρπαγή, κάποιοι άλλοι με ρομαντική διάθεση επιμένουν στις αξίες και στα οράματά τους, αγνοώντας το εφήμερο και κραυγαλέο που συνήθως είναι κενού περιεχομένου. Άσε τους ρομαντικούς να προχωρούν…