Επικαιρότητα
Άρθρογραφία
Ψυχαγωγία

Βυθίστηκε στο σκοτάδι, όπως βυθίστηκε η χώρα

Περπατά στο σκοτάδι που βύθισαν τη χώρα οι πολιτικοί. Και εξοργίζεται…

τηλέμαχος μοράκης τυφλός όραση βυθίστηκε σκοτάδι

Με το που πάτησαν και σάρωσαν τη χώρα οι διεθνείς κερδοσκόποι, έχασε και το φως του ο Τηλέμαχος Μοράκης στα 76 του χρόνια στο Πάνω Βαλσαμόνερο, στα δυτικά του Ρεθύμνου. Τότε, σε μια επέμβαση καταρράκτη στο δεξί του μάτι, ένα μικρόβιο του μόλυνε την όραση και έχασε το φως του. Πάνε από τότε δυο χρόνια και τώρα έχει σχεδόν τυφλωθεί. Ίσα που διακρίνει, όχι όμως επαρκώς για να κινείται μόνος του.

Η απώλεια της όρασης του ανέπτυξε άλλες αισθήσεις. Γνωρίζει τον άνθρωπο από το μέταλλο της φωνής του, έχει μεγαλύτερη αντίληψη σε περιστατικά και ακούει και το παραμικρό. Θυμώνει και αγανακτεί με τις περικοπές, που περικόπτουν και τη ζωή των ανθρώπων : «Ε, τσι κερατάδες και κάψανε τη ζωή μας! Δε φτάνει που κόψανε, κόψανε, κόψανε. Κι άλλο θα κόψουνε;».

Παρόλα αυτά, η ζωή του δε χάθηκε και παλεύει μέσα στο σκοτάδι του, όμως με την ψυχή του φωτεινή. Άλλωστε, όταν κάποιος χάσει την όρασή του στις μέρες μας, με όσα συμβαίνουν, του λένε «καλύτερα που δε βλέπεις». Κι όταν μειωθεί η ακοή του, τον παρηγορούν με τη φράση «καλύτερα που δεν ακούς».

Όμως, ο Τηλέμαχος έχει μια γιγάντια δύναμη και υπομονή. Αυτή που διακρίνει τους βασανισμένους ανθρώπους. Εκείνους, που σε κάθε δυσκολία τους, ανοίγουν την καρδιά τους και βγάζουν από το συσσωρευμένο τους απόθεμα και πολεμούν.

«ΔΕ ΘΑ ΞΑΝΑΠΑΩ ΝΑ ΨΗΦΙΣΩ…»

Ξεσπά με οργή κατά του Αντώνη Σαμαρά, που ως πειθήνιο όργανο των ισχυρών, ως… σωτήρας της πατρίδας εκτελεί τα όσα του υπαγορεύουν χωρίς αντίρρηση και διαπραγμάτευση: «Εδά μας ερήμαξε και μας εκόψανε, λέει και τα δώρα. Παλιά ήμουνε ΠΑΣΟΚατζής και ψήφισα τον Γιωργάκη. Αλλά είδες που το καταντήσανε; Πόσοι απομείνανε απού τσι 160 βουλευτές; Είδες πως τσι τιμώρησενε ο κόσμος και πόσοι είναι εδά; Διάολε τσ’ αποθαμένους τωνε! Ούτε θα ξαναπάω να ψηφίσω…».

Ο Τηλέμαχος Μοράκης βοηθούμενος και με συντροφιά τη μπαστούνα του, έφυγε από το ένα καφενείο και πήγε στο άλλο, του γιου του. Ήταν δέκα βήματα! Τον πρώτο που έψαξε ήταν το σκυλί, πού βρισκόταν. Κι όταν μυρίστηκε την παρουσία του μέσα στο καφενείο άνοιξε κι ο πιστός του φίλος βγήκε στους δρόμους. Ο ίδιος κάθισε στην καρέκλα και ανέμενε τη νύφη του να έλθει για να δώσει φως στην ανημποριά του. Αναπάντεχα, η ζωή του βυθίστηκε στο σκοτάδι, όπως στη μαυρίλα χάθηκε και ο τόπος.

Ο Τηλέμαχος με αργές κινήσεις, ψαχουλεύοντας, θα σηκωθεί από την καρέκλα, κάποιον θα φωνάξει και αργά- αργά θα κινήσει στο δρόμο. Το σκυλί κοντά του, τον ακολουθούσε σαν να τον προστάτευε. Αν μπορούσε , θα του έδινε και τα μάτια του…