Επικαιρότητα
Άρθρογραφία
Ψυχαγωγία

Κάτοικοι 18 στη Γενή που ... την ξέρουν ο Θεός και τα βουνά

«Πάει πέσαμε στο γκρεμό, η ζωή μας έχει τελειώσει…»

γενή κάτοικοι 18 χωριό

Από τους πέντε εργαζόμενους στον κήπο, μόνο οι δυο μπροστά κάθονται στη Γενή. Οι τρεις θα φύγουν σε λίγο.

Μετρημένοι όσοι κατοικούν τη Γενή, σήμερα, το χωριουδάκι-μια σταλιά κατεβαίνοντας από το Σελλί  του «Βρύσινα», είναι 18! Ένας και μοναδικός νέος, 25άρης. Και ο δεύτερος που υπήρχε, ένα 30χρονο παλικάρι, λες και το καταράστηκαν τα στοιχειά, και πριν ένα χρόνο ήλθε και το πήρε το θανατικό. Τώρα, η μοναξιά θερίζει ψυχές και κάθε χρόνο γεννά σπαραγμό μέχρι να έλθει το τέλος…

Ήταν θαύμα, που εκείνο το μεσημέρι παρουσιάστηκε ένας και χτύπησε την πόρτα του σπιτιού στην αρχή του μικρού χωριού. Και διπλό θαύμα, που μετά από κάμποση ώρα ήλθε και ένα ζευγαράκι νεαρών να δουν «τη γιαγιά και τον παππού» που η απομόνωση τους τρώει τα σωθικά. Συνήθισαν όμως, παρέα καθημερινή, στο άλλοτε τουρκοχώρι με την ερημιά. Αύριο;

γενή κάτοικοι 18 χωριόΚαι οι τρεις που βρέθηκαν στη διαδρομή του επισκέπτη, και οι τρεις με γενειάδα, σαν να θρηνούν την παύση της ζωής της Γενής που πλησιάζει! Ούτε οι Τούρκοι που το κατοικούσαν θα μπορούσαν να αναμένουν μια τέτοια διαδρομή… Φεύγοντας από την Κρήτη πούλησαν σπίτια και υπάρχοντα και αυτά ήλθαν στην κατοχή του Γιάννη Κογεράκη από τα κοντινά Γουλεδιανά, του Στέλιου Τζαγκαράκη από τα Ακούμια, του Αλεξανδράκη και του Αγγελιδάκη από τη Μουρνέ.

ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΦΘΗΚΑΝ

Και έφτασε το λαδοχώρι, που κάποτε «απάλευε και το Μαρουλά στο Κατωμέρι» με ετήσια παραγωγή 25 τόνους, σήμερα να μην έχει δύναμή. Οι χοντρολιές δε μαζεύονται «γιατί δεν έχουνε καρπό» μα και γιατί «δεν υπάρχουν άνθρωποι» να τις συλλέξουν.

Απομόνωση! Ο τόπος άδειος και όλα κλειστά. Ο μπάρμπα Κωστής Κογεράκης, «μυρίστηκε» μουσαφίρη, βγήκε στο δρόμο και τον γύρευε και η καλοσυνάτη γριούλα Δέσποινα, που βρέθηκε από την Ελεύθερνα Μυλοποτάμου «με το μουλάρι νύφη στη Γενή» το 1954, νιώθει να την παράτησαν οι πάντες στο «Γολγοθά» της όταν κάθε δυο μέρες ανανεώνει τη ζωή της. Τι φρικτό μαρτύριο!

Μια άλλη γιαγιά, η Κατίνα Κογεράκη, βρίσκεται στον αιώνα ζωής, όμως «χτυπιέται» τώρα στα βαθιά της γεράματα. Για μήνες, δεν παρουσιάζεται γιατρός αλλά ούτε και οι εργαζόμενοι στο πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι». Για συνταγές, θα πρέπει οι ηλικιωμένοι και ανήμποροι από την… απομόνωση τους να φτάσουν ως τους Αρμένους! Αλλά πώς; Ούτε λεωφορείο εμφανίζεται παρά μόνο το ταξί «όταν το καλέσεις από το Ρέθυμνο». Εκτός κι αν τους εξυπηρετήσει… ο φούρναρης που πάει από το Σπήλι και τους Αρμένους. Μα και αυτοί έχουν τα δρομολόγιά τους!

«Το χωριό», με όλες αυτές τις περιπέτειες, εκτιμά ο κ. Κογεράκης «θα έπρεπε να το ‘χανε κάνει γηροκομείο. Καθαρός αέρας υπάρχει, ησυχία μεγάλη που δεν τη βρίχνεις ούτε στα νεκροταφεία, αυτοκίνητα δεν έρχονται, λεωφορείο το ίδιο και μόνο τα καλοκαίρια παρουσιάζονται  τρία-τέσσερα άτομα να κάτσουνε κάμποσες μέρες  κι ύστερα να φύγουνε. Έσβησενε το φως για μας…»

 Η Γενή αριθμούσε, όταν κατοικούνταν από τους Τούρκους, εβδομήντα οικογένειες και στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής  οι τέσσερις  που υπήρχαν έφεραν στη ζωή 29 παιδιά. Τώρα ούτε παιδική φωνή! Όλα «πνίγονται» στον άδειο τόπο.

«ΚΟΙΤΑΖΟΜΕ ΝΑ ΠΕΡΝΑ Η ΜΕΡΑ ΜΑΣ…»

«Νιώθουμε εγκαταλειμμένοι», λέει  η Δέσποινα  Κογεράκη, που είναι εγκλωβισμένη στην περιπέτεια υγείας της. «Θέλω κάθε μήνα 600 ευρώ γιατί κάνω αιμοκάθαρση. Πάει, πέσαμε στο γκρεμό, η ζωή για μας έχει τελειώσει. Καλή εποχή εμείς δεν είδαμε». Και ο σύζυγός της θα συμπληρώσει: «Εμείς οι γερόντοι, οι αγράμματοι, τι να πούμε! Κοιτάζομε να περνά η μέρα μας…»

γενή κάτοικοι 18 χωριόΚι αν τολμήσεις να ρωτήσεις για κάτι διαφορετικό στην καθημερινότητά τους, θα χαμογελάσουν και θα σου πουν: «Τι; Διασκέδασή μας  είναι να βρούμε ένα πιάτο φαγητό στο τραπέζι κι ύστερα να πάμε να πετρώσομε την κεφαλή μας. Τίποτα άλλο!»

Γυρνάς πίσω στην ανηφοριά, εγκαταλείποντας τη Γενή που την ξέρουν  μόνο ο Θεός και τα βουνά! Άκρα του τάφου σιωπή και πάλι, μόλις τελειώσουν τις δουλειές τους οι πέντε στο περιβόλι. Και από αυτούς, ολοκληρώνοντας, θα φύγουν οι τρείς και θα μείνουν οι δυο. «Κουμπάρε», θα μου πουν, «πρέπει να γυρίσεις πίσω γιατί ο δρόμος να βγεις στο «Λείβαδο» είναι χωματόδρομος και δεν κάνει για την κούρσα…»

Εδώ γεννιέται και θεριεύει η μοναξιά. Οι άνθρωποι που παραμένουν είναι μετρημένοι 18 από τις οικογένειες Κογεράκη, Αλεξανδράκη, Τζαγκαράκη, Σχοινάκη και Γιαννουλάκη. Και αντέχουν αυτοί οι ήρωες στα εύφορα χώματα του οικισμού, που γεννούν στις εποχές μας μόνο  εύγευστα αγαθά της γης όταν βέβαια τα μαλάξουν τα ανθρώπινα χέρια. Κι αυτά, όμως, με το χρόνο λιγοστεύουν μέχρι να εκλείψουν τελείως…

γενή κάτοικοι 18 χωριό