Επικαιρότητα
Άρθρογραφία
Ψυχαγωγία

Με τα δικά μου μάτια…Η οδύσσεια μιας αναπαλαίωσης

 Ο Μιχάλης Τρούλης γράφει για το βιβλίο του Γιώργη Κατσαντώνη

Ο Γιώργης Κατσαντώνης γεννήθηκε στο Άνω Μέρος Αμαρίου Ρεθύμνου, σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου Κρήτης και δίδαξε 33 χρόνια σε σχολεία της Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, κυρίως της νησιωτικής χώρας. Σήμερα είναι συνταξιούχος και ασχολείται περισσότερο με το χόμπι του, τα εικαστικά!  Ένα εντυπωσιακό δείγμα αυτής της ενασχόλησής του είναι η ελαιογραφία στο εξώφυλλο του πρόσφατου βιβλίου του, με τον παραπάνω τίτλο, μια εικαστική αναπαλαίωση, υπό το άγρυπνο βλέμμα της γάτας που γεννήθηκε και μεγάλωσε στον αρχικό χώρο, όταν ήταν ακόμα ερείπιο, πάντα υπό την επίβλεψη της αρχαιολογίας, της πολεοδομίας και των λοιπών υπηρεσιών της πόλης του Ρεθύμνου, που εμπλέκονται σε κάθε επέμβαση στα παλιά σπίτια της.
Στις σελίδες του βιβλίου βρίσκονται αποτυπωμένα ίχνη που άφησαν τα χέρια του συγγραφέα, αξιοποιώντας τον ελεύθερο χρόνο, που πλουσιοπάροχα του πρόσφερε το επάγγελμα του δασκάλου, που υπηρέτησε. Η ευχαρίστησή του σ’ ό,τι δημιουργούσε, στην πορεία της ολοκλήρωσης, ήταν πολύ μεγάλη, ακόμα και στους δύσκολους χειμώνες που πέρασε στα μικρά νησιά.
Το 1986 που μετατέθηκε από τη δυτική Αττική στο Ρέθυμνο και υπηρέτησε σε διάφορα χωριά, έψαξε στην παλιά πόλη, όπου ανακάλυψε ένα παλιό μικρό ερειπωμένο ακίνητο, που τράβηξε την προσοχή του, και κατάφερε να το αποκτήσει. Μόνος του χάραξε τα σχέδια του, μόνος άρχισε να το κτίζει. Η μαγεία του να εναρμονίσει την λειτουργικότητα των χώρων με την αισθητική τους πληρότητα τον συνεπήρε και σιγά-σιγά τον οδήγησε στην επίγνωση ότι η αρχιτεκτονική περικλείει όλες τις πλαστικές τέχνες κι είναι αυτή που δημιουργεί τα κορυφαία έργα…
Ήταν ένα όμορφο ερειπωμένο αριστούργημα στην οδό Νικηφ. Φωκά 86, που πριν από λίγα χρόνια βρέθηκε στην κατοχή του. Είχε κτιστεί από τους Βενετούς, όπως άλλωστε τα περισσότερα σπίτια της παλιάς πόλης του Ρεθύμνου, κι όταν αργότερα τους διαδέχτηκαν οι Οθωμανοί, πέρασε στην κατοχή τους. Καθώς στις άμεσες προτεραιότητές τους ήταν η κατασκευή δημοσίων λουτρών, επέλεξαν το συγκεκριμένο κτήριο και το διαμόρφωσαν, περίπου το 1646, σε χαμάμ. Πολλά χρόνια αργότερα πέρασε στα χέρια νέων ιδιοκτητών, που στο ισόγειο του λειτούργησαν το μεγαλύτερο φούρνο της πόλης μας. Τότε, δυστυχώς, γκρέμισαν το μεγάλο θόλο ψηλά πάνω απ’ τα ημικώχια και στην επίπεδη επιφάνεια, που διαμορφώθηκε, κατασκεύασαν το σπίτι τους.
Στα χέρια του συγγραφέα περιήλθε ερειπωμένο, γεμάτο πελέκια και μπάζα. Οι υπέροχες λεπτομέρειες από τα στοιχεία του Χαμάμ, που είχαν διασωθεί, τον συνεπήραν! Ζωντάνεψαν στα μάτια του οι τεχνίτες με τα σαρίκια, τα στιβάνια και τις παραδοσιακές τους φορεσιές, να το δημιουργούν πέτρα-πέτρα. Στα 12 χρόνια, που αφιέρωσε στην αναπαλαίωσή του, συχνά τους ένιωθε κοντά του να τον βοηθούν και να τον συμβουλεύουν. Για ένα ερασιτέχνη τεχνίτη, όπως είναι ο συγγραφέας, υπήρξε πρόκληση ζωής να ζωντανέψει τους χώρους του και να τους στολίσει με εικαστικά έργα.
Η μικρή γάτα, που είχε γεννηθεί μέσα σ΄ αυτό το χάλασμα, δείχνει να προσπαθεί να περιγράψει με τη δική της ματιά τη διαδικασία αναπαλαίωσής του. Το επίμονα διαπεραστικό βλέμμα της παρακολουθούσε καθημερινά να καταστρέφεται, κατά τη γνώμη της, το ερειπωμένο παλάτι της. Όμως, στα μάτια του νέου ιδιοκτήτη του, το κτήριο έμοιαζε με γλυπτό ακρωτηριασμένο, που τα χαμένα κομμάτια του έπρεπε να βρεθούν και να τοποθετηθούν κατά το δυνατόν στη θέση τους. Έπρεπε να αφαιρεθούν τα μπάζα που είχαν συσσωρευθεί και να απομακρυνθούν οι μεταγενέστερες προθήκες, που το είχαν διαμορφώσει για να στεγάσει τον μεγαλύτερο φούρνο της πόλης μας.  Έτσι απαλλαγμένο από τα μπάζα και τις νεωτερικές κατασκευές, να αρχίσουν εργασίες για να αποκατασταθούν οι φθορές του χαμάμ…  Η γάτα ενοχλημένη παρακολουθούσε τις εργασίες και περιγράφει τα πολλαπλά προβλήματα, που προέκυπταν από τις Υπηρεσίες της πόλης μας, το ένα μετά το άλλο, από την Τράπεζα, την Αρχαιολογία, την Πολεοδομία, τη Δικαιοσύνη σε δώδεκα κεφάλαια…
Όταν, επιτέλους, ολοκληρώθηκε, κατά κάποιο τρόπο η αναπαλαίωση, ο νέος ιδιοκτήτης της ένιωσε την επιθυμία να ξανακρατήσει στα χέρια του τα πινέλα, έχοντας πια, ως συνταξιούχος, περισσότερο χρόνο στη διάθεσή του… Στις σελίδες 103 ως το τέλος (Β’ μέρος) φιλοξενούνται τα έργα που είχε δημιουργήσει στη Ρόδο, στην Τήλο, στη Δυτική Αττική και αργότερα στο Ρέθυμνο, υπηρετώντας διαδοχικά ως δάσκαλος. Όλα γέμιζαν με χαρά τις ώρες της ενασχόλησης του μ΄ αυτό το δημιουργικό χόμπι του, που ήταν και το ζητούμενο, σε ιδιαίτερες στιγμές, απαλλαγμένες από το άγχος της καθημερινότητας.

* Ο Μιχάλης Τρούλης είναι πρόεδρος της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ρεθύμνου