Επικαιρότητα
Άρθρογραφία
Ψυχαγωγία

Οι λιποθυμίες από ασιτία ξυπνούν μνήμες

Το γάλα-σκόνη των μαθητικών συσσιτίων και το πλιγούρι

παιδιά συσσίτιο πλιγούρι γάλα αμερική κουρούτες

Εικόνες των μαθητικών συσσιτίων τις δεκαετίες του ’50 και περισσότερο του ’60, έρχεται στη μνήμη της πλειοψηφίας των πενηντάρηδων και εξηντάρηδων σήμερα, με αφορμή όσα θλιβερά βιώνουν μαθητές δημοτικών σχολείων της Κρήτης. «Και σήμερα», λένε οι ίδιοι αλλά και γονείς τους που είναι στη ζωή, «κατοχή έχουμε και πάλι με τους Γερμανούς των ευρώ και τα παιδιά μας μπορεί να θρέφονταν στα συσσίτια των σχολείων αλλά και τα εγγόνια μας φτάσαμε να πηγαίνουν νηστικά στο μάθημα και πολλά από την ασιτία να λιποθυμούν…»

Τότε, βέβαια, ο πληθυσμός επιχειρούσε ακόμη να σταθεί στα πόδια του, αφού ο πόλεμος είχε ρημάξει κοινωνίες και ζωές και ο εμφύλιος που ακολούθησε τίναξε την συνοχή στον αέρα. Στα μικρά και φτωχά χωριά της Κρήτης, με λιγοστά και πολλές φορές ανύπαρκτα αγαθά στο τραπέζι του κάθε σπιτιού, οι μικροί μαθητές στο σύνολο σχεδόν την ημερών του διδακτικού χρόνου, έφταναν στις αίθουσες με ελάχιστη, ή και με καθόλου, τροφή το πρωί. Και το μεσημέρι έβρισκαν στο τραπέζι ότι υπήρχε για να δαμάσουν την πείνα τους!

Τις ζωές των μαθητών «έσωσε η αμερικανική βοήθεια», προσφέροντας στα παιδιά των δημοτικών σχολείων «γάλα από σκόνη και το κίτρινο τυρί» κάθε πρωί και το μεσημέρι, οπότε προσφερόταν γεύμα, ορισμένα «φτωχά φαγητά» και περισσότερο «το πλιγούρι» που έμεινε και τα μακαρόνια…

ΑΦΗΝΑ ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ…

Η ζωή για τους μικρούς ήταν ανυπόφορη και οι γονείς καθημερινά πάσχιζαν για να εξασφαλίσουν «ένα πιάτο φαγητό για τα παιδιά». Ολοήμερος αγώνας στο χωράφι και στα ζώα, που έτρεφαν την οικογένεια! Ζωή τυραννισμένη μέσα στην ανέχεια, μέσα και έξω από το σπίτι.

Στα μαθητικά συσσίτια κάθε μητέρα που είχε παιδί στο σχολείο, μια καθορισμένη μέρα, μετά από συνεννόηση με τον δάσκαλο, ανάλογα με τον αριθμό των παιδιών της που φοιτούσαν «έπιανε δουλειά στην κουζίνα», για να ετοιμάσει το πρωί μέσα «στο μεγάλο καζάνι», όπως το… στρατό, το ρόφημα που κρατούσε… ζωντανούς στο μάθημα ως το μεσημέρι τους μικρούς.

Είναι κατατοπιστικός στην αφήγησή του στις Κουρούτες Αμαρίου, ο Γιάννης Λαντζουράκης ή Λαντζουρογιάννης που την δεκαετία του ’60 είχε τον Μανώλη και τη Χρυσούλα μαθητές στο δημοτικό σχολείο του χωριού: «Υπήρχε η βοήθεια για τα παιδιά μας. Κάθε πρωί οι μαθητές πίνανε γάλα και το ετοίμαζε κάθε φορά και άλλη γυναίκα από τις Κουρούτες που είχε παιδί ή παιδιά στο σχολειό. Πήγαινε, λοιπόν, και η γυναίκα μου η Αγγελική στο συσσίτιο…»

Οι ανάγκες για τη διατροφή των μαθητών ήταν μεγάλες και μπορεί «να υπήρχε δυστυχία», θυμάται, «όμως ο κόσμος και με τα λίγα ήταν ευτυχισμένος». Τότε, «τα παιδιά μας δεν είχαν μάθει στο «δε μ’ αρέσει», ότι βρίσκανε τρώγανε και δεν διαλέγανε. Όλοι οι άνθρωποι στο χωριό ήταν το ίδιο και μόνο εμείς οι καλά φτωχοί υποφέραμε με τα παιδιά μας. Εγώ κι όλοι οι γονείς δεν τρώγαμε το φαΐ που έπρεπε να φάμε και το αφήναμε στα παιδιά μας να το φάνε…»

«ΔΕΝ ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ…»

Τα παιδιά του Λαντζουρογιάννη, όπως και των περισσοτέρων στα χωριά, δεν γνώρισαν στα μαύρα μεταπολεμικά και μετεμφυλιακά χρόνια, την ξεχωριστή ζωή ή τις ανέσεις, που πλέον, ήταν στα προνόμια των ελάχιστων ευκατάστατων. Έχει στη μνήμη του την εικόνα της συζύγου του «να κοπανίζει κουκιά και να τα δίδει στα παιδιά για να τραφούν». Και από αυτά τα κουκιά, λέει σήμερα, «προπαντός έφαγε αρκετά ο Μανώλης μας!».

Τον ίδιο, πάντως, δεν τον τρομάζουν οι δυσκολίες που έφεραν με τις υπογραφές τους στα μνημόνια οι εγχώριοι υποτακτικοί των τροϊκανών, γιατί και μεγαλύτερες έχει περάσει στη ζωή του, στα ταραγμένα χρόνια. Όμως, έφτασε το πλήρωμα του χρόνου οι υποψίες του να γίνουν βεβαιότητα: «Για μένα η σημερινή κατάσταση δεν είναι καθόλου παράξενη. Πέρασα και πολύ πιο δύσκολα με την κατοχή αλλά νοιάζομαι μόνο για τα παιδιά και τα εγγόνια μου και για τις γενιές που θα κληθούν τα επόμενα χρόνια να πληρώσουν και δεν φταίνε. Από όταν γνώρισα τον κόσμο, μόνο ψέματα ακούω από τους πολιτικούς. Έπαψα πια να τους πιστεύω…»