Επικαιρότητα
Άρθρογραφία
Ψυχαγωγία

Στις γειτονιές κατοικεί η... σιωπή

Έφυγαν σαράντα νέοι και απόμειναν όλοι κι όλοι τρεις τριαντάρηδες! 

λαμπιώτες νέοι γειτονιά σιωπή

Στην κεραμοσκεπή του σπιτιού, ο Ματθαίος Περάκης κάνει επισκευές για να… γλιτώσει το σπίτι από τα νερά του χειμώνα

Επικρατεί σιωπητήριο κάθε μέρα στις… φτωχιές, πληθυσμιακά, Λαμπιώτες του Αμαρίου. Ακόμα και ο Κυριάκος Παττακός έκλεισε το μοναδικό καφενείο που δούλευε στο χωριουδάκι, γιατί τον πήραν τα χρόνια και «κοντεύει να πατήσει τα εκατό». Σ’ αυτούς τους είκοσι με τριάντα ανθρώπους που δεν έφυγαν και λυτρώνονται στα χώματα που τους ζύμωσαν, η πληκτική καθημερινότητα έγινε πια συνήθεια! Μα λείπουν «σαράντα νέοι που τους άρπαξαν οι ελληνικές πόλεις και τα τελευταία χρόνια και οι ξένες χώρες για να τους ζήσουν» και απόμειναν τρείς τριαντάρηδες «αν μπορεί κανείς να τους πει νέους, αλλά τούτοι δεν σώζουν την κατάσταση!»

Η σιωπή και τη μέρα έχει… διάρκεια και μπορεί κάπου-κάπου να παρουσιαστεί «ένας χωριανός από την πόλη που ζει μόνιμα», όπως ο Διογένης Σιγανός, «για να κάνει κάποιες δουλειές στα χωράφια του», ίσως γιατί ακούει… τις φωνές των γονιών του που του κληροδότησαν τις περιουσίες τους και δεν θέλουν να ρημάξουν. Ο Κώστας Βλαστός, παλαίμαχος ράφτης στον κοντινό Αφρατέ, και «βράχος» στις Λαμπιώτες, είχε σήμερα… δουλειά: Άνοιξε το σπίτι του γιού του και μπήκε ο τεχνίτης για να μονώσει την κεραμοσκεπή και να μην βρίσκουν δίοδο τα νερά του χειμώνα…λαμπιώτες νέοι γειτονιά σιωπή

«Η ΚΡΙΣΗ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΗ ΜΑΣ…»

«Την κρίση τη δημιουργούμε εμείς», παρατηρεί ο εργολάβος της οικοδομής Ματθαίος Πατεράκης που σαραντάρισε, αλλά από τα 14 του χρόνια είναι με το μυστρί και το μπετόν! Η κατάρρευση στην οικοδομή, του… πήρε τις κατασκευές που στις ένδοξες εποχές ήταν η ατμομηχανή της οικονομίας, όμως σήμερα «σε κάθε μερεμέτι» θα τρέξει για να βάλει στην τσέπη έστω λίγα ευρώ «και να ζήσει το σπίτι του». Καταρρίπτει την γενικευμένη άποψη ότι «δεν υπάρχουν δουλειές» ας είναι και μερεμέτια, και υποστηρίζει ότι γι αυτά τα μικρά έργα, δυστυχώς, υπάρχει απροθυμία. «Έπαιρνα μια δουλειά, έστω μικρή», μιλάει για περιστατικά, «και καλούσα ντόπιους να έρθουν να δουλέψουν και αρνούνταν. Αναγκαζόμουν, τι άλλο να κάνω; να παίρνω ξένους και πληρώνονταν το μεροκάματο. Δουλειά, λοιπόν, υπάρχει αν φυσικά θέλεις να δουλέψεις. Επομένως, έχουμε κακομάθει!» καταλήγει.

Οι ώρες στο χωριουδάκι μια σταλιά, περνούν βασανιστικά! Η εικόνα που παρουσιάζουν σήμερα οι Λαμπιώτες… ταράζει τους μεγάλους ανθρώπους, που είναι στην πλειοψηφία τους και οι κάτοικοί που τις κρατάνε ακόμα ζωντανές. Ο 87χρονος βετεράνος της ραφτικής, πατέρας τριών παιδιών και παππούς 11 εγγονών και δισέγγονων, δεν ξέρει αν θα υπάρξει επιστροφή στις πληθυσμιακές… ανάσες του λαμπιώτες νέοι γειτονιά σιωπήπαρελθόντος από τους νέους, όμως θέτει το ερώτημα: «Και πώς θα γυρίσουν που έχουν μάθει στην τεμπελιά;». Ο πόνος της εγκατάλειψης τον κυριεύει και πικραίνεται όταν βλέπει «τα εκατό περιβόλια να έχουν ρημάξει και πήγανε στο διάολο και όλοι να περιμένουν τον μανάβη για να αγοράσουν μια ντομάτα!».

ΠΑΡΑΚΑΛΕΙ ΓΙΑ ΤΑ 300 ΕΥΡΩ

Νοσταλγεί τα χρόνια του από πιτσιρίκος: «Θυμάμαι το χωριό με 97 οικογένειες και τριακόσιους ανθρώπους. Υπήρχε ζωή και όλα τα καφενεία δούλευαν, του Μανωλάκη του Σιγανού, του Μάρκου του Πατεράκη, του Στέλιου του Σιγανού, του Κυριάκου του Παττακού, του Αντώνη του Σιγανού, του Γιάννη του Τζουλάκη και του Μανώλη του Βλαστού. Εγώ είμαι μόνιμος από το ’57 γιατί το ’46 πήγα στο Ρέθυμνο και έμαθα την τέχνη και ύστερα ήρθα στον Αφρατέ που υπήρχανε όλα τα επαγγέλματα και άνοιξα ραφτάδικο. Κάθε Κυριακή έπαιρνα τη φοράδα μου και πήγαινα στα χωριά του Αμαρίου και παράδιδα τις παραγγελίες, παντελόνια, κουστούμια, παλτά…»

 Στα χρόνια της συνεχιζόμενου και εντονότερα οικονομικού στραγγαλισμού της κοινωνίας, ο Κώστας Βλαστός φυσικά και ανησυχεί για το «αύριο», αλλά «δεν ανακατεύεται με τους πολιτικούς». Γνωρίζει, ωστόσο, ότι «όλοι πάνε για την τσέπη τους», και μόνο παρακαλεί «να μου δίδουν τα τριακόσια ευρώ της σύνταξης να την βολεύω…»

λαμπιώτες νέοι γειτονιά σιωπή