Επικαιρότητα
Άρθρογραφία
Ψυχαγωγία

«Δεν έμεινε σπίτι γερό…» στο ολοκαύτωμα της Λοχριάς

Οι Γερμανοί σκόρπισαν το μαύρο του θανάτου και της καταστροφής πριν 73 χρόνια

Ένα-δυο χρόνια μετά την κατοχή στη Λοχριά. Ο πατέρας Γιάννης Μανουσάκης, η σύζυγός του Ευθαλία και τα τρία παιδιά τους Νίκη, Μανώλης και Στέλιος

Μνήμες ολοκαυτώματος και θανάτου ξεπετάγονται αυτές τις μέρες στο Λοχριά. Ήδη συμπληρώθηκαν 73 χρόνια από το μαύρο που σκόρπισαν στο χωριό οι δυνάμεις των ναζί στις 4 Μαΐου του ‘44 και οι παλαιότεροι, όσοι είναι ακόμα στη ζωή, φέρνουν στη θύμησή τους την καταστροφή και τους διαλεκτούς χωριανούς που χάθηκαν εκείνη τη μέρα.

Είχε αφηγηθεί ανάμεσα στα άλλα ο Λευτέρης Αλεξάκης, που είχε γυρίσει με τραύματα από τον πόλεμο στα αλβανικά βουνά(Νικητές στο απόσπασμα, το Αμάρι στις φλόγες σελ. 385-410): «… Περάσαμε από Γερμανούς, δε μας επειράξανε ‘κεινηνά τη-ν-ημέρα. Είχανε πάρει ό,τι αθρώπους είχανε πάρει. Επεράσαμε και πάμε πάλι στα Σταυριά. Αποκάτω εβγαίνανε οι Γερμανοί. Ερχότανε στη Λοχριά να κάψουνε το χωριό, πάρα πολλοί. Απής περάσαμε τα οζά στσι Καλύβες, βρέχει ο Θεός. Ήτανε 4 του Μάη, γραθήκαμε. Ήτονε-ν-ένα σπηλιαράκι αποπάνω ‘κεια, στη-ν-Τρυπητή το λέγανε, και λέω: «Να πάμε, μωρέ, ‘κειά στο σπηλιαράκι , να δούμε ίντα θα γενεί!»

»Πάμε κι ήτονε ‘κειά στο σπηλιαράκι πεντέξε αντάρτες, εφτά θαρρώ, του Πετρακογιώργη τη-μ-παρέα. Ήτονε –ν-ένας Χαριτάκης Χαρίδημος από ‘παέ, απ’ τα Βορίζα ο Μπαλασκογιώργης, ήτονε και το Γιωργιό απ’ το Ζαρό. Τσι ρωτώ: «Ίντα, μωρέ, κάνετε ‘παέ;» Μου λένε «επαέ πιαστήκαμε». Κατεβήκαμε και αρμέξαμε τα οζά. Βρήκαμε ‘κειά ένα-γ-κουρούπι και βάναμε το γάλα και το πίναμε και τ΄άλλο το χύναμε χάμε για να ξεπονέσει η μουσταριά τω-ν-οζώ’ … Βγαίνανε αποπέρα, τη μπάντα του Πλατάνου, Γερμανοί και τρέχανε στο-μ-Πλάτανο. Και προβέρνω πάνω-πάνω, σ’ ένα-γ-κορφάκι, κι είχανε βάλει φωθιά στο χωριό…»
»Όλα τα σπίτια τα κάψανε. Επιάσανε αυτούς που πιάσανε, εδιώξασί τσι, δε-γ-ξαναφάνηκε άθρωπος! Θαρρώ πως τσι βάλανε σ’ ένα καράβι και τσι πνίξανε. Ετότεσάς, στο κάψιμο του χωριού, είχανε κρατήξει ένα Δημητρακάκη Μανώλη, παιδάριο, ωραίο παιδί 17-18 χρονώ’ και το ‘χανε και γυρίζανε στα σπίθια. Κι αυτό το ‘βαλενε, πιο κάτω, στα πόδια, μέσα στο χωριό, το πυροβολήσανε και το σκοτώσανε. Μα οι Κρυοβρυσανάκηδες  εχαθήκανε!

»Το Λοχριά τη-γ-κάψανε επειδής είχαμενε αντάρτες και χωριανούς κι υποθάλπαμε. Το-μ-πλιά καιρό ήτονε ‘παδά του Πετρακογιώργη η παρέα. Στο σπίτι του Χαριτάκη του Στελιανού έκαμενε πολύ-γ-καιρό η οικογένεια του Πατρακογιώργη. Εγώ του ‘βλεπα πλιά από είκοσι  πρόβατα του Πετρακογιώργη με τα οζά μου μαζί. Είχενε κουράδι κι άμα καήκανε τα χωριά τα σκόρπισενε και πήγανε πέρα-πόδε!»

ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Η Αικατερίνη Μανουσάκη ήταν τότε ηλικίας 18 χρόνων κκαι μεγάλωνε τα δυο της παιδιά, τον Γιάννη και τον Σπύρο, ηλικίας τριών και δυο χρονών αντίστοιχα. Διηγείται για τη μέρα της φρίκης: «Εμάς τσι γυναίκες, μας μαζώξανε στη-ν-εκκλησία του Άη Νικόλα και τότες σκοτώσανε και το Δημητρακάκη και το Στέλιο Κρυοβρυσανάκη. Ο Δημητρακάκης σκοτώθηκενε λάθος! Γιατί πήγαινε στα σπίθια και γύρευε ψωμί για τσι Γερμανούς, φοβήθηκενε το κοπέλι πώς θα έβαζαν στη γραμμή οι Γερμανοί, όπως και τσ’ άλλους χωριανούς, για να το πάνε στσι Μοίρες, έπαιξενε ένα-μ-πήδο απ’ το σκολειό, το ΄βαλενε στα πόδια, το ‘δανε οι Γερμανοί και το σκοτώσανε…

»Στη-ν-εκκλησία του χωριού είχαμενε μαζωχτεί πάνω από πενήντα γυναίκες. Και μας είπενε ‘κειδά ένας αξιωματικός με διερμηνέα, να πάμε στα σπίθια μας να κοιμηθούμε. Το χωριό το βλέπανε από γύρου-γύρου, και το πρωί μας επήρανε κι άλλοι πήγανε στο-μ-Πλάτανο κι άλλοι στο-ν-Άρδακτο. Εγώ με τα κοπέλια κάτσαμε στο-μ-Πλάτανο, σ’ ένα σταβλάκι που μας είχανε δώσει, μα δε θυμούμαι ποιανού ήτανε! Κάτσαμε σ’ αυτό το σταβλάκι σαν ένα χρόνο. Άλλοι κονέψανε όπου τω-ν-εδίνανε μια-γ-κάμερα να κάτσουνε…»

«ΕΠΑΕ ΣΚΟΤΩΘΗΚΑΝΕ ΠΟΛΛΟΙ…»

Νιόπαντρη η Ειρήνη Βρέντζου με τον Στέλιο Χατζιδάκη στη Λοχριά, αντί για χαρές γεύτηκε το σκληρό πρόσωπο του χιτλεροφασισμού. Εξιστορεί η ίδια: «… Τότεσάς ήμουνε 21 χρονώ΄. Φτώχεια είχαμενε, ο κόσμος εδυστύχανε με δίχως ψωμί. Ήρθανεκαι κυκλώσανε το χωριό και μαζώξανε τσ΄ άντρες και τσι πήρανε και τσι πήγανε στσι Μοίρες. Εμάς τσι γυναίκες μας μαζώξανε, όσες είχενε το χωριό, και πήγαμε άλλες στο-ν-Άρδακτο κι  άλλες στο –μ-Πλάτανο. Όπου μπόριενε η καθεμιά! Στη-ν-εκκλησία μας είπανε να ‘ρθομε να πάρομε ό,τι μπορούσενε η καθεμιά. Μετά, κάψανε το χωριό και σε τούτο το μαγαζί εβάλανε δυναμίτη. Εγώ πήγα στο-ν-Άρδακτο, εκειά ΄τονε οι γονέοι μου κι έκατσα δυο-τρια χρόνια. Χτίσαμε ‘κειά ένα σπιτάκι και μπήκαμε, και πολεμούσαμε ύστερα σιγά-σιγά και σάζαμε τούτανέ στη Λοχριά. Επαέ σκοτωθήκανε πολλοί, μα εδά δε-μ-πάει καλά το μυαλό μου. Πού να τα θυμούμαι!!!»

Για το ολοκαύτωμα της Λοχριάς ο Γεώργιος Κάββος γράφει ανάμεσα στα άλλα: «… Στη Λοχριά από τα 215 σπίτια που υπήρχαν δεν έμεινε ουδένα γερό… Από τους άντρες του χωριού κρατήθηκαν δέκα και στάλθηκαν στις φυλακές Αγιάς. Οι υπόλοιποι, προφανώς, εκτελέστηκαν και μεταξύ αυτών οι αδελφοί Κων., Εμμ. Και Νικ. Κρυοβρυσανάκης, των οποίων ο τέταρτος αδελφός είχε εκτελεστεί μέσα στο χωριό και οι Κων. Η. Κρυοβρυσανάκης, Αλέξ. Ε. Κατσούγκρης, Διογ. Γ. Κατσούγκρης, Ιωάνν. Γ. Χαριτάκης, Μιχ. Γ. Χαριτάκης…»