Ο Πίπης "ένοικος" της οδού Καψάλη
Ο κοτσυφός της γειτονιάς
Το προστατευόμενο μαυροπούλι ζει σαν τον άνθρωπο στη γειτονιά της οδού Καψάλη.
Εδώ και σχεδόν τρία χρόνια, μόνιμος ένοικος του στενού της οδού Καψάλη της πόλης του Ρεθύμνου, κοντά στη «Μεγάλη Παναγία», είναι ο Πίπης το μαυροπούλι. Ο κοτσυφός που προσαρμόστηκε στην καθημερινότητα των ανθρώπων και διάγει τη ζωή ελεύθερα, παρέα με τους ένοικους του στενού!
Αυτά τα τρία χρόνια, τίποτα δεν του άλλαξε τις συνήθειες. Τα μόνα που άλλαξαν ήταν το τοπίο, που αντί για φτερούγισμα στους παραδείσους της φύσης υποχρεώθηκε να σεργιανίζει σε σπίτια και μαγαζιά του στενού και να αναλώνει το χρόνο του συντροφιά με τους ανθρώπους…
Κάνει τις βόλτες του, λοιπόν, ως τα σκαλιά του σοκακιού, μπαίνει αν και απρόσκλητος επισκέπτης, σε εργαστήρια, μαγαζιά και σπίτια, κάτι… τσιμπάει και επιστρέφει στη βάση του, κάνει το μπάνιο του, βγαίνει στο δρόμο τις κρύες μέρες ψάχνοντας τη ζεστασιά του ήλιου, και διασκεδάζει ακούγοντας τις μελωδίες από το λαούτο του προστάτη του καλλιτέχνη Κώστα Τσουκνάκη…
Είναι εντυπωσιακό, πάντως, παρατηρώντας τον Πίπη το μαυροπούλι να απολαμβάνει τη γλυκύτητα των σκοπών του Τσουκνάκη, βετεράνου οργανοποιού και δεξιοτέχνη του λαούτου. Λίγο μετά, ο κοτσυφός θα βγάλει τη δική του μελωδική λαλιά. Τότε, η θύμηση θα γυρίσει πίσω, πάνω από έξι δεκαετίες στην Αθήνα, χρόνια που συνεργάζονταν με τον αείμνηστο πρωτομάστορα Γιώργη Καλογρίδη. Εκείνες τις εποχές, ο πρώτος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία και ο δεύτερος αστυφύλακας στην Αστυνομία Πόλεων…
Ο Κώστας Τσουκνάκης με το Σπύρο Σηφογιωργάκη στο πανηγύρι της Παναγίας το 1975 στο χωριό Πατσός
Βλέποντας τον πετούμενο ακροατή του, θα θυμηθεί τη μαντινάδα που αγάπησε και τραγούδησε πολλές φορές ο μεγάλος λυράρης:
Κι ο κοτσυφός που ‘ναι πουλί
κι εκείνος έχει πίκρα,
γι αυτό του τα ‘δωσε ο θεός
τα μαύρα και φορεί τα.
Αθάνατες εποχές, «φοβερές, μέσα στη φτώχεια, αμαρτωλές και πονεμένες». Τις βγάζει από τα βάθη της ψυχής του, τις ανασκαλεύει εκεί στο στενό και τώρα στα 88 του χαίρεται ξανά παρέα με τον Πίπη, που του «σπάει τη μοναξιά».
ΣΕΡΓΙΑΝΙ
Κι ενώ οι διαβάτες κατά εκατοντάδες κάθε μέρα πηγαινοέρχονται από το σοκάκι και με κάποιους γνωστούς και γείτονες ανταλλάσει « το χαιρετισμό του θεού», το μαυροπούλι χωρίς κανενός την… άδεια θα σεργιανίσει στο καθημερινό του δρομολόγιο και θα μπει σε μαγαζιά και σπίτια. Θα σαρώσει στο δρόμο μυρμήγκια, κατσαρίδες κι ότι φαγώσιμο βρει, και θα γυρίσει στο σπίτι του Τσουκνάκη που είναι και η βάση του…
Πριν φτάσει εκεί, θα μπει και στο μοδιστράδικο της κυρίας Ελευθερίας κι ενώ αυτή στη ραπτομηχανή γαζώνει το φερμουάρ, εκείνος ανενόχλητος θα ψάξει κάποιο ψίχουλο κι οτιδήποτε άλλο φαγώσιμο. Κάτι θα κουβεντιάσουν με τη μοδίστρα και θα φύγει για άλλο προορισμό. Έχει γίνει, πλέον, ο Πίπης ένα ισχυρό μέλος της γειτονιάς της οδού Καψάλη…
Ίσα που είχε αρχίσει να βγάζει τα πρώτα του φτερά και το βρήκε ο οργανοποιός σε μια φωλιά στο Γιαννούδι , ένα χωριουδάκι κοντά στην πόλη του Ρεθύμνου. Το πήρε υπό την προστασία του, το εκπαίδευσε , το έβαλε στα δικές του συνήθειες και οι άνθρωποι της γειτονιάς το βάφτισαν Πίπη. Το φωνάζει και υπακούει, όμως κάποιες φορές αρνείται την καταπίεση και τον εξαναγκασμό και κάνει του κεφαλιού του!
Ζώντας στους σκληρούς μνημονιακούς καιρούς ο κοτσυφός δεν… καταλαβαίνει! Όμως, ο Κώστας Τσουκνάκης δεν δοκιμάζεται και τόσο γιατί έχει μάθει. Άλλωστε, έζησε στα δύσκολα στις κατοχικές και μετακατοχικές εποχές… Αναπολεί τις εξαιρετικές καλλιτεχνικές συνεργασίες που είχε στην Αθήνα και στην Κρήτη με τον Καλογρίδη,τον Μουζουράκη, τον Μπιτζιργιάννη,τον Μουντάκη, το Ναύτη, τον Κλάδο, το Σκορδαλό σε ραδιοφωνικές εκπομπές του κρατικού προγράμματος, το Σηφογιώργη, το Γεράσιμο Σταματογιαννάκη, τον Κατσαμά και αρκετούς άλλους που το σύνολό του , σχεδόν, έχει αφήσει αυτή τη ζωή…
Ο Κώστας Τσουκνάκης στο στέκι του στο στενό της οδού Καψάλη
Όμως, το καλοκαίρι του’52 ο Τσουκνάκης ήταν ο άνθρωπος που με τη μοτοσυκλέτα του μετακίνησε ως τη Μονή Αρκαδίου τον πρώτο τουρίστα. Κι αυτός ήταν Γάλλος. «Αξέχαστα», λέει, «εκεινηνά τη μέρα μου φωνάζει ο γέρο Κακλής, ο Νίκος ο Κακλιδάκης που ‘χενε τα ταξί και μου λέει: Κωστή ένας Γάλλος τουρίστας θέλει να πάει στο Αρκάδι. Μπορείς να το ν –ε-πας με τη μηχανή σου και θα πλερωθείς;»
Ετότε δεν υπήρχενε δρόμος, παρά μια στράτα. Του λέω «εντάξει», αλλά δε θέλω φράγκο. Ήτανε ο πρώτος τουρίστας στο Ρέθυμνο και τον επήγα. Μου βγαλε μια φωτογραφία πάνω στη μηχανή και μου την έστειλε ύστερα στο Ρέθυμνο. Την έχω μοστράρει στο τζάμι της πόρτας. Νάτηνε!»